- εὐθυέπεια
- εὐθῠ-έπεια, ἡ,A straight speaking, Adam.1.11, Hsch. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυέπεια — εὐθυέπεια και εὐθυεπία [ευθυεπής] ἡ (Α) το να μιλάει κάποιος με παρρησία, η ειλικρίνεια, η ευθύτητα … Dictionary of Greek
εὐθυεπείαις — εὐθυέπεια straight speaking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυέπειαν — εὐθυέπεια straight speaking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυλογία — εὐθυλογία, ἡ (Α) [ευθυλόγος] η ευθυέπεια … Dictionary of Greek